- τενθεύω
- ΜΑ [τένθης]τρώω με λαιμαργία («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τενθευόμενος — τενθεύω eat greedily pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τενθεύεσθαι — τενθεύω eat greedily pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τενθεύων — τενθεύω eat greedily pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τενθεία — ἡ, Α [τενθεύω] γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τονθεύομαι — Α τρώω με λαιμαργία, τενθεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με τη λ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο (πρβλ. και τόνθων)] … Dictionary of Greek
προυτένθευσαν — προετένθευσαν , πρό τενθεύω eat greedily aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὐτένθευσαν — προετένθευσαν , πρό τενθεύω eat greedily aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)